στυλίσκος — στῡλίσκος , στυλίσκος peg masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στύλος — Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς… … Dictionary of Greek
κοχύλι ή όστρακο — Σχηματισμός λιγότερο ή περισσότερο σκληρός, ο οποίος, όταν είναι εξωτερικός, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, προστατεύει το σώμα των μαλακίων, των βραγχιοπόδων και μερικών οστρακοδέρμων (οι δύο τελευταίες ομάδες ανήκουν στα… … Dictionary of Greek
ՍԻՒՆԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0716 Chronological Sequence: Early classical գ. στύλος columna. կամ ըստ հայումս՝ κιονίσκος, κιονίς, στυλίσκος, στυλίς columella. Սիւն փոքրիկ. ... տես. Ել. ՟Ի՟Զ. 16 = 18: ՟Լ՟Է. 11: *Որպիսի սիւնակք, կամ որպիսի ապարումք. Ոսկ. ես.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
στυλίσκοι — στῡλίσκοι , στυλίσκος peg masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυλίσκον — στῡλίσκον , στυλίσκος peg masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυλίσκου — στῡλίσκου , στυλίσκος peg masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυλίσκους — στῡλίσκους , στυλίσκος peg masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυλίσκων — στῡλίσκων , στυλίσκος peg masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυλίσκῳ — στῡλίσκῳ , στυλίσκος peg masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)